- σθεναροῦ
- σθεναρόςstrongmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σθεναρότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σθεναρού, το σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθεναρός. Η λ., στον λόγιο τ. σθεναρότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek